- ματαλέω
- επαναλαμβάνω κάτι, λέω κάτι επανειλημμένως («να, μια βοσκούλα... που κάθεται και κλαίει και τα παράπονα η σπηλιά γλυκά τά ματαλέει», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ματα-* + λέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
ματα- — α συνθετικό ρημάτων που ανάγεται στην αρχ. πρόθεση μετά, με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α και σημαίνει «ξανά», ότι δηλαδή αυτό που δηλώνει το β συνθετικό επαναλαμβάνεται (πρβλ. ματαλέω, ματαρχινώ, ματαπιάνω) … Dictionary of Greek
ματα- — α΄ συνθετικό ρημάτων: Ματαλέω, ματαρωτώ (αντί ξαναλέω, ξαναρωτώ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)